χολαιματόμετρο

χολαιματόμετρο
το, Ν
(παλ. όρος) ειδικό μηχάνημα για καταμέτρηση τής χρωστικής χολής που περιέχεται στον ορό τού αίματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”